- φορτωτικά
- τα1) расходы на погру'зку; плата за погрузку; 2) оплата грузчиков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φορτωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη φόρτωση 2. το θηλ. ως ουσ. η φορτωτική έγγραφο που αποδεικνύει τη φόρτωση και μεταφορά εμπορευμάτων και περιέχει λεπτομερή κατάσταση τού συνόλου τους 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φορτωτικά η… … Dictionary of Greek
ρεμίζ — (I) ο, Ν ζωολ. γένος ωδικών πτηνών τής οικογένειας Remiridae. (II) και ρεμίζα, η, Ν συνοδευτική επιστολή με την οποία ο εκχωρητής διαβιβάζει φορτωτικά έγγραφα ή αξιόγραφα προς την τράπεζά του, παρέχοντας οδηγίες για την είσπραξη τών σχετικών… … Dictionary of Greek
φορτωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φόρτωση. 2. το θηλ. ως ουσ., φορτωτική (βλ. λ.). 3. ο πληθ. του ουδ., φορτωτικά τα έξοδα για τη φόρτωση των εμπορευμάτων, η αμοιβή των φορτωτών, των εργατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)